- ἀμετάβατα
- ἀμετάβατοςnot changing placeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάβατα ρήματα — Τα ενεργητικά ρήματα, των οποίων όμως η ενέργεια δεν κατευθύνεται σε κάτι εκτός του υποκειμένου, αλλά περιορίζεται μόνο σε αυτό, π.χ. τρέχω, φωνάζω, κλαίω, μιλώ κλπ. Τα α.ρ. δεν έχουν αντικείμενο. Πολλές φορές, ένα ρήμα μπορεί να είναι και α. και … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… … Dictionary of Greek
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek